Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερειγμός — ἐρειγμός, ὁ (Α) [ερείκω] βλ. ερεγμός … Dictionary of Greek
ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] … Dictionary of Greek